σωτηριωδῶς

σωτηριωδῶς
σωτηριώδης
wholesome
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωτηριωδώς — Μ επίρρ. βλ. σωτηριώδης …   Dictionary of Greek

  • σωτηριώδης — ῶδες, ΜΑ [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που οδηγεί στη σωτηρία, σωτήριος (α. «σωτηριωδέστατον αὐτοῑς εἶναι φάρμακον» Γαλ. β. «τὴν Ἰατρικὴν ἐπιστήμην σωτηριώδη τοῑς ἀνθρώποις τυγχάνειν», Ιουλιαν.) 2. επωφελής, ωφέλιμος. επίρρ... σωτηριωδῶς Μ με τρόπο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”